χωματουργός

χωματουργός
ο
ο εργάτης που ασχολείται με την εκσκαφή, μεταφορά και διευθέτητη των χωμάτων, ο μπαλαδόρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χωματουργός — ο, Ν εργαζόμενος σε χωματουργικά έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, ατος + ουργός (< έργο*), πρβλ. ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • μπαλαδόρος — ο 1. πολύ καλός ποδοσφαιριστής 2. συσκευαστής δεμάτων χόρτου βαμβακιού, αχύρου κ.λπ. 3. χωματουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάλα + κατάλ. δόρος (πρβλ. πλακα δόρος)] …   Dictionary of Greek

  • χωματουργία — η, Ν [χωματουργός] χωματισμός …   Dictionary of Greek

  • χωματουργικός — ή, ό, Ν [χωματουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωματουργία, στους χωματισμούς (α. «χωματουργικά έργα» β. «χωματουργικά μηχανήματα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”